Εγκατάλειψη

Ο ένας αφήνει τον άλλον. Μια δυσάρεστη στιγμή όπου αποφασίζει ο ένας και σπάνια ο άλλος. Μια στιγμή κατά την οποία ο ένας προσπαθεί να ξεφύγει από κάτι και πολλές φορές αυτό το κάτι είναι ο άλλος. Λίγο-πολύ όλοι δίνουνε την εντύπωση ότι τρέχουνε και προσπαθούν να ξεφύγουν από κάτι. Σαν άτομα φορτισμένα όλα με το ίδιο φορτίο, που τρέχουν πανικόβλητα σε μια αέναη παύση.

Κάθε εγκατάλειψη θυμίζει μια ήττα, αλλά δεν είναι. Είναι μια πύρρειος νίκη στην προσπάθεια τους να βρουν κάτι πιο όμοιο σε αυτούς, πιο δικό τους. Να βρουν μάλλον τον εαυτό τους στο διαφορετικό.

Είναι ψέματα ότι τα αντίθετα έλκονται, εκτός και αν είναι άτομα. Είναι ένα μεγάλο εμπορικό ψέμα και ξυπνάει τη βία, το μίσος και την απέχθεια. Περιλούζεται από όμορφα στολισμένα λόγια και ρίχνεται σαν σφαίρα στο μυαλό του άλλου. Τον διαπερνά, τον πονά, τον ερεθίζει αλλά δεν τον σκοτώνει. Μπορεί να είναι η ευχή του θανάτου, αλλά δεν παύει να είναι το γόητρο της ζωής.


Δεν υπάρχει επιστροφή, παρά μόνο μια στροφή εκεί πιο πέρα που βρίσκεται το άτομο που απομακρύνεται με ένα πιστόλι στο χέρι.


Ο ήλιος συνεχίζει να ταΐζει απλόχερα τις σκιές με δύναμη, ώστε πάντα να τρέχουν για να πιάσουν η μία την άλλη. Τρέμουνε και αυτές τον θάνατο όμως. Τρέμουνε και αυτές το σκοτάδι. Ο γνωστός φίλος με το μεγάλο κοφτερό δρεπάνι, απλά κάθεται στην πολυθρόνα και περιμένει πότε θα είναι η ώρα του να μπει στο παιχνίδι. Το σκοτάδι πέφτει και πλέον … ότι φως αντανακλάται είναι από την αντανάκλαση της λεπίδας. Το φως του θανάτου.


Πικρές είναι οι ιστορίες της εγκατάλειψης. Πολλές φορές πιο πικρές και από αυτές του θανάτου.


Όταν τα χρόνια περάσουν και αυτοί τελικά γυρίσουν, τότε εμείς θα είμαστε όλοι διαφορετικοί όπως και αυτοί. Μόνο φαιδρές αναμνήσεις που θα αραιώνονται με το αλκοόλ του ποτού, θα μας θυμίζουν κάποιον, κάποιαν που ξέραμε.

Τα πλοία θα σαλπάρουν. Και θα γυρίσουν επίσης. Και όλα θα αλλάξουν. Και αν κάτι μπορεί να μείνει ανόθευτο και αναλλοίωτο στον χρόνο είναι αυτό …