Υπομονή

Χρειάζεται λίγη υπομονή. Λίγη προσπάθεια παραπάνω για να τελειώσει αυτό που συμβαίνει. Στέκομαι αργά τη νύχτα στο μπαλκόνι ακούγοντας το σκυλί των αποκάτω να τρέχει μανιασμένο και να γαβγίζει. Στο δίπλα διαμέρισμα, στέκεται ο γείτονας και αυτός στη θέση του, κοιτώντας κάτω με την ίδια απορία. Οι ώρες κυλούν, οι μέρες κι αυτές. Οι μήνες τρέχουν, τα χρόνια βρέχουν σαν γραμμές ατελείωτου υπολογιστικού κώδικα που ρέει στην οθόνη. Η τρέχουσα κατάσταση μας αφήνει μόνο την αναπόληση αυτών που έχουν γίνει σε κάποιες στιγμές έξω από τις ανθρώπινες μετρήσεις χρόνου. Τώρα μένει μονάχα η υπομονή. Η απαίσια προσπάθεια για λίγη υπομονή παραπάνω. Για να τελειώσει η μέτρηση αυτών των στιγμών που δεν συμβαίνει τίποτα.


Συσσωρεύω αυτές τις στιγμές και μετράω τις μέρες σαν το φαντάρο που περιμένει την απόλυση του, σα το φυλακισμένο που περιμένει την απελευθέρωσή του. Μια μέρα θα ́ρθει που - κατά κάποιον τρόπο - ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει. Ο ένας την αποδέσμευση, ο άλλος την ελευθερία.

Μου φαίνεται, πως πάλι περιμένω μια γυναίκα που δεν θα γίνει δική μου ποτέ - όσο και αν περιμένω. Πως ποτέ δεν θα γίνει αυτή η δέσμευση της ελευθερίας που σπαταλιέται στην υπομονή.


Αλλά οφείλουμε να περιμένουμε, χωρίς να πέσουμε ή να λυγίσουμε, χωρίς να ξεπέσουμε ή να ραγίσουμε. Χωρίς να υπάρχει ο έντονος ενθουσιασμός για αυτό που ίσως επιφυλάσσουν οι επόμενες μέρες. Χωρίς να πετάξουμε πέτρα στο σκυλί των αποκάτω. Μια υπομονή γεμάτη με την πιο σκληρή μνησικακία, σαν να ́χουμε να αντιμετωπίσουμε ανθρώπους που χώθηκαν μέσα στην ψυχή μας και την ξέσκισαν, πετώντας τα κομμάτια της από την ταράτσα μιας πολυκατοικίας στο δρόμο, περιμένοντας να πετύχουν ανέμελους περαστικούς.

Υπάρχει πάντα η ανακουφιστική άμεση αντίδραση. Μπορείς να ρίξεις αμέσως από την ταράτσα αυτό το καθίκι. Πόσο πιθανότερο είναι τότε να πετύχεις κάποιον περαστικό εσύ; Ακόμα πιο πιθανό φαίνεται το να βρίσκει αυτό το ιπτάμενο καθίκι κάποιον εαυτό σου που περπατάει ανέμελα εκείνη την ώρα από κάτω. Δεν μπορείς να τον σώσεις, δεν μπορείς τον να πείσεις, μονάχα να περιμένεις μπορείς. Δεν μπορείς να τον κάνεις καλύτερο ακόμα και αν αποφασίσει ότι το θέλει τελικά. Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο ακόμα κι αν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Σαφώς και δεν χρειάζεται να συμφωνείς με κάποιον που γράφει κάτι. Δεν χρειάζεται να τον λυπηθείς για τις περίεργες απόψεις του, δεν χρειάζεται να τον θαυμάσεις για την εκκεντρικότητα που μπορεί να δείχνει. Δεν χρειάζεται να τον ρίξεις από την ταράτσα που στέκεστε επειδή διαφωνείς μαζί του και επειδή είσαι σίγουρος ότι η απραξία του απλά φθείρει αυτόν και τους γύρω του.


Παρατήρησε τον. Βρίσκεστε στο ίδιο μέρος. Σε μια πολυκατοικία που μοιάζει με ένα χαμένο και ερημικό ξύλινο σπίτι, σε κάποιο αχανές βόρειο δάσος. Είναι ερημικός σαν τις ερήμους που έχουν οάσεις και είναι άγνωστο αν θα φτάσεις ποτέ εκεί πέρα. Είναι επιθετικός σαν τους προσδιορισμούς που έχουν όλοι οι άνθρωποι. Υπομένει μια στιγμή πεταμένη στο χρόνο - αυτή, που θα ζώσει τον εαυτό του με ένα μαγνητικό συρματόπλεγμα και με μπαταρίες αυτοκινήτου που τα τις χώσει στο κορμί του. Θα τον δεις να φοράει το πιο στιλάτο σακάκι, το πιο σαγηνευτικό άρωμα και να μπαίνει στο πιο διεφθαρμένο καζίνο. Θα απομαγνητίζει όλα τα στημένα μηχανήματα και θα τα ποντάρει όλα στο μηδέν. Θα είναι μονάχα μια στιγμή πεταμένη στο χρόνο, σαν το πιο φινετσάτο πέταγμα μπίλιας από την πιο ντελικάτη γυναίκα. Η μπίλια θα ξαπλώσει στο μηδέν, σαν τις ζωές όλον αυτών που είναι μέσα κι αυτός θα σπάει τα ταμεία. Θα φύγει με δυο βαλίτσες γεμάτες χρήματα και δύο όπλα να τον σημαδεύουν χωρίς να το ξέρει.


Μπορεί και να ήξερε ότι τον σημαδεύουν, αφού τώρα αναπολεί αυτήν την στιγμή περιμένοντας κάτι να γίνει. Καθώς το σκυλί των αποκάτω συνεχίζει να γαβγίζει και οι πέτρες πέφτουν από την ταράτσα σαν άνθρωποι, κανείς δεν περνάει εκεί για ν ́ ακούσει τον τελευταίο τους ψίθυρο να τα ποντάρουν όλα στο μηδέν.