Όλοι φεύγουν
Όλοι φεύγουν από αυτήν την πόλη.
Κατά κάποιον τρόπο νιώθω ότι έχω ξεμείνει στον τόπο και τον χρόνο αυτού του μέρους.
Κάνω μια βόλτα μόνος, χαζεύοντας τα ίδια μέρη και τα ίδια πρόσωπα που κάνουν τα ίδια πράγματα.
Εσύ δεν είσαι πια εδώ και εσύ θα φύγεις αύριο.
Καταλήγω σπίτι. Είναι βράδυ και αυτό που μένει είναι ένα ποτό, από ένα μπουκάλι που μάζεψα στο σπίτι σου. Το ένιωθα σπίτι μου και θα το άφηνα εκεί αν το έπινες ή δεν έφευγες. Το μπουκάλι είναι ανοιχτό και κάποιος έχει πιει από αυτό.
Ξέρω ότι είμαι εγώ μιας και εγώ παραμένω εδώ. Αν είχες πιει εσύ ενδεχομένως εγώ να ήμουν αυτός που θα είχε φύγει. Ξέρω πως όταν είχα ανοίξει αυτό το μπουκάλι, το σπίτι δεν είχε στοκαρισμένους και βαμμένους τοίχους. Παρόμοιοι τοίχοι με περιτριγυρίζουν πάλι. Άραγε, αν έβαφα το σπίτι μου θα έμενες εσύ εδώ και θα έφευγα εγώ;
Μια μέρα θα φύγω, για να βρω μονομιάς όλους αυτούς που έφυγαν. Δεν θα ανοίξω μπουκάλια, ούτε και και θα βάψω τοίχους.
Θα φύγω, για να παραμείνω για πάντα εδώ. Καρφωμένος σαν ένα σκιάχτρο, που τρομάζει τα πουλιά που φεύγουν για να βρουν καινούργια χωράφια.
Μια μέρα τα σκιάχτρα θα φύγουν από τα χωράφια για να βρουν άλλα σκιάχτρα. Ελπίζω μόνο να μην τρομάξουν στην όψη των ομοίων τους. Εκείνη την στιγμή θα συναντώ μονομιάς όλους αυτούς που έχουν φύγει, ενώ θα μένω πάντα εδώ. Καρφωμένος στο κοντάρι μου, σαν νεκρός που τρομάζει εχθρικές στρατιές ή κλεφτροπούλια.