Το μαγικό σκουλήκι μέσα στο μπουκάλι

Καθόμουν στο καμίνι μου. Στο ένα χέρι κρατούσα το τηλέφωνο, στο άλλο το τσιγάρο. Μπροστά μου βρισκόταν ένα δροσερό ποτό και τριγύρω η ακαταστασία, σαν σκυλί πιστό, καθόταν και αυτή. Ένας ανεμιστήρας κοίταζε πέρα δώθε και όλο κάτι μουρμούριζε για δροσιά. Τίποτα τέτοιο όμως δεν γινόταν κατανοητό με την παρουσία του. Μια αραβική μουσική έβγαινε από ένα πνευστό πιο πέρα και πλαισίωνε τον ρυθμό τον αυτοκινήτων.

Λόγια μπαίνανε στα αυτιά μου. Καπνός στο στόμα μου. Καπνός και λόγια βγαίναν από ’κει.

  • Ήσουν ποτέ σου τζίνι; είπε η φωνή στο ακουστικό.

  • Όχι πρόσφατα, απάντησα εννοώντας ποτέ.

Μετά άρχισα να το σκέφτομαι. Στην αρχή αμφέβαλλα και τελικά αποφάσισα ότι ήμουν. Μπορεί και αυτή η μουσική να βοηθούσε.


Για ένα ηλίθιο στοίχημα μπήκα εκεί μέσα και μάλλον για κάτι ανάλογο βγήκα.

Παραβγαίναμε με τους φίλους τότε και σταδιακά οδηγούμασταν σε υπερβολές. Στην αρχή ήταν ποιος μπορεί να δέσει ένα σχοινί πίσω από ένα λεωφορείο και να κάνει βόλτες με πατίνι κρατώντας το. Μετά ήταν ποιος θα πηδήξει από τρίτους ορόφους οικοδομούν που χτίζονταν μέσα σε άμμους. Και έπειτα, κάποιος έξυπνος έφερε ένα λυχνάρι - που το βρήκε ο άτιμος - και είπε ποιος μπορεί να μπει εκεί μέσα. Όλοι κρατούσαν τις κοιλιές τους απ’τα γέλια.

Σταμάτησα τα γέλια τους δηλώνοντας ότι μπορώ. Με μια μαεστρική και υστερική κίνηση του χεριού μου φώναξα ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα και μέσα σε αυτά και αυτό. Το σοβαρό μου ύφος τους ξεγέλασε και σάστισαν για λίγο. Αμέσως όμως ακολουθούσαν καινούργια γέλια, τέτοια που τους έκαναν να χτυπιούνται από νευρικότητα.

Στις μεγαλύτερες δηλώσεις όμως έρχονται οι μεγαλύτερες υποσχέσεις. Με αυτές έρχονται καινούργια μεγάλα λόγια για να τις κοντράρουν και έτσι ένας είπε το όνειρό μου, ότι δηλαδή θα μου φέρει μια βαλίτσα με αμαρκάριστα, μη συνεχόμενα, χαρτονομίσματα. Έτσι είχε πει, και εγώ αυτό είχα δηλώσει και αυτό έπραξα. Χώθηκα μέσα στο λυχνάρι και δεν μπόρεσα να βγω.

Πριν καταλάβω που βρισκόμουν, το λυχνάρι είχε μετατραπεί σε μπάλα ποδοσφαίρου και μαζί του και εγώ. Το πόσες τούμπες έκανα δεν λέγεται, ευτυχώς που τα μικρά καθάρματα βαρέθηκαν κάποια στιγμή. Ανακάθισα και κοίταξα γύρω μου. Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα λυχνάρι μέσα του; Η απάντηση είναι εύκολη και είναι τίποτα. Σίγουρα όχι το κατάλληλο μέρος για κλειστοφοβικούς αλλά κατά τ’ άλλα δροσερό. Το μοναδικό του άνοιγμα πρόσφερε μεγαλύτερη δροσιά από ότι εκείνος ο θλιβερός ανεμιστήρας. Λίγο φως όσο χρειάζεται και λίγα τσιγάρα αλλά σίγουρα αρκετά για μια μέρα. Δεν με ένοιαζε το μετά. Ήμουν σίγουρος ότι η διάρκεια ζωής μου είχε συρρικνωθεί όπως και οι διαστάσεις μου και πίστευα ότι μια μέρα μετά θα πέθαινα από γηρατειά. Όπως οι μύγες ένα πράγμα. Όπως αυτά τα άχρηστα έντομα που δεν χρησιμεύουν σε τίποτα μόνο που εγώ θα πέθαινα ένδοξα. Είχα καταφέρει κάτι που και πάλι ήμουν σίγουρος πως δεν είχε καταφέρει άλλος ζωντανός. Πόση αλαζονεία όμως για έναν τόσο μικρό άνθρωπο; Τόσο μικρό που χωρούσε μέσα σε ένα λυχνάρι …

Οι ώρες περνούσαν αλλά δεν είχα βαρεθεί. Αντιθέτως, αυτός ο χώρος έμοιαζε τόσο συναρπαστικός εν συγκρίσει με όλα αυτά που έκανα. Ήταν όλο το ίδιο και το ίδιο. Βόλτες, αλητείες, σπίτι. Φαγητό απ’τη μάνα, ρούχα απ’τη μάνα, χαρτζιλίκι επίσης. Μετά ξανά απ’την αρχή. Μια βραδιά περισυλλογής με είχε πείσει πόσο ανούσια ήταν όλα αυτά. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι για σοβαρά πράγματα, όπως το νόημα της ζωής, τις κοινωνικές αντιθέσεις και τα πολιτικά αδιέξοδα. Μάλλον έφταιγε ο αέρας του χώρου, που ήταν λίγος και έτσι με οδηγούσε σε μια κατάσταση φυσικής μέθης, η οποία δεν ήξερα καν τι ήταν σε εκείνη την ηλικία.

Τα φώτα άρχισαν να πέφτουν σιγά σιγά και κατάλαβα πως νύχτωνε. Έψαξα το πρόσωπό μου για ρυτίδες, θα πρέπει να είχα φτάσει τα πενήντα εκείνη την ώρα με πρόχειρους υπολογισμούς, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Μετά όμως έφτασαν τα χειρότερα. Την ηρεμία διατάραξαν τα χτυπήματα μου σε όλους τους τοίχους του λυχναριού και συνειδητοποίησα ότι οι φίλοι μου το ταρακουνούσαν εσκεμμένα.

Έπειτα κόλλησα στην κορυφή του και μετά έσκασα κάτω σαν καρπούζι. Τα φώτα έσβησαν. Επειδή εκτός από ώριμος ήμουν και έξυπνος κατάλαβα ότι με είχαν ρίξει σε ένα μπαούλο. Ήταν το όνειρο ενός από τους φίλους μου. Ήθελε, έλεγε, να βάλει το λυχνάρι στο παλιό μπαούλο της γιαγιάς του και να το πετάξει την θάλασσα. Και όλα αυτά για να το βρει κάποιος και να αρχίσει να το τρίβει με μανία περιμένοντας κάτι να γίνει. Το τι ξέφρενο γέλιο τον έπιανε ήταν έξω από τις ανθρώπινες μετρήσεις.

Μετά δεν ξέρω τι έγινε, λίγο τα χτυπήματα στο κεφάλι, λίγο η ευκολία με την οποία με έπαιρνε ο ύπνος, έχασα τις αισθήσεις μου και πρέπει να άργησα πολύ να τις ανακτήσω. Ονειρευόμουν θάλασσες κυματισμένες και ταξίδια μακρινά. Έφτανα σε μέρη κίτρινα με ανθρώπους μαυρισμένους περισσότερο από όσο είχα καταφέρει ο ίδιος, παραθερίζοντας καλοκαίρια ολόκληρα.

Ξύπνησα και κατάλαβα ότι με είχαν χώσει σε ένα λυχνάρι. Είχα συλλάβει εκεί μέσα όμως τα πάντα. Τι κρίμα να μην είχα ένα χαρτί και μολύβι. Μπορούσα να γράψω όλο αυτά που η απομόνωση μου είχε αποκαλύψει. Είχα πρόχειρα το μυστικό για τις ανθρώπινες σχέσεις, το ελιξίριο για τον έρωτα και τις καταγωγές του ανθρώπου και του σύμπαντος. Οι άνθρωποι κατάγονταν από τις χελώνες, μάλλον είχε σχέση με το καβούκι τους και το κλείσιμο σε αυτούς. Το δε σύμπαν καταγόταν από τον άνθρωπο, δεν γνώριζα γιατί αλλά ένιωθα ότι ήταν υπόθεση λίγων ωρών μέχρι να το ανακαλύψω. Ο έρωτας καταγόταν από τους πιθήκους και οι ανθρώπινες σχέσεις είχαν την ίδια χελωνοειδή καταγωγή με τον άνθρωπο.

Τις ατελείωτες συλλογιστικές μου διέκοψε τότε πάλι κάτι απότομο, το οποίο ακολούθησε ένα φως. Κάποιος είχε ανοίξει το μπαούλο. Άκουσα φωνές σε μια περίεργη γλώσσα που καταλάβαινα όμως. Ο εγκλωβισμός μάλλον με είχε προικίσει και με αυτό. Ήταν ένας έντονος διαπληκτισμός για το ότι σίγουρα μέσα στο λυχνάρι υπήρχε τζίνι και μπορούσε να πραγματοποιήσει ευχές. Πολλοί είχαν αρχίσει να ταρακουνάν το λυχνάρι τρίβοντάς το, κάτι που μου έσπαγε τα αυτιά, αλλά για μένα αυτό είχε ελάχιστη σημασία.

Φυσικά μετά ακολούθησε το στοίχημα.