Γουρούνι με σακάκι

Ο Σεργκέι είχε πάρει την βέσπα του για να κάνει μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Ήταν μια ζεστή αν και φθινοπωρινή μέρα. Είχε παρκάρει στην Αριστοτέλους δίπλα σε ένα παγκάκι και κάθισε. Χάζευε τον κόσμο που περνούσε χωρίς ιδιαίτερο κέφι. Συνέβαινε για άλλη μια φορά αυτό το ενοχλητικό πράγμα που δεν συμβαίνει τίποτα. Αλλά αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει για μια σημαντική διάρκεια.

Ένας τύπος γύρω στα 40 με 50 ήρθε και κάθισε δίπλα του.

Ο Άγγελος τον κοίταξε και τον μελέτησε γιατί το παρουσιαστικό του διπλανού του δεν του άφηνε πολλά περιθώρια.

Ήτανε ατημέλητος με τσαλακωμένα αλλά καθαρά κατά τ’ άλλα ρούχα, τα οποία είχαν έντονη απόκλιση από την ηλικία του. Ωστόσο ήτανε ακαθόριστο αν ήτανε προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Είχε μακριά φαλακρά μαλλιά και επίσης μούσι, ατημέλητο σαν τα ρούχα του. Το πιο σημαντικό του ένδυμα ήτανε όμως ένα απλανές χαρούμενο χαμόγελο. Αυτό που τόνιζε ότι κάποιος δεν είναι καλά αλλά σίγουρα δεν πιστεύει κάτι τέτοιο.

Ο ξένος με μια ευκολία πήρε πρωτοβουλία και είπε:

  • Καλησπέρα φίλε μου, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Τι γνώμη έχεις για τις εκτρώσεις;

Ο Άγγελος δεν ήτανε προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, αλλά όταν ένας άνθρωπος είναι γενικότερα προετοιμασμένος στην ζωή του βρίσκει τον δρόμο. Έτσι είπε:

  • Οι άγιοι πατέρες της εκκλησίας μας το κατακρίνουν οπότε και εγώ είμαι κατά.

Το πρόσωπο του ξένου φώτισε, ήξερε τι θέλει να ρωτήσει και ήξερε τι θέλει να ακούσει και αυτό ακριβώς πήρε. Χασκογέλασε ευλαβικά και είπε:

  • Τότε ο παράδεισος μας περιμένει φίλε μου.

Εμφανώς ευχαριστημένος, ο ξένος σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο του. Εκτός απροόπτου πήγαινε ήδη στον παράδεισο. Γύρισε, κοίταξε τον Άγγελο που οι βαθμοί ζωής του είχανε αυξηθεί με την τελευταία εμπειρία και του είπε:

  • Καλό παράδεισο.

  • Καλό παράδεισο, είπε ο Άγγελος φυσώντας τον καπνό από τα πνευμόνια του, που ήτανε λιγότερα ταλαιπωρημένα - αν και χρόνιος καπνιστής - από το μυαλό του εκείνη την στιγμή.


Η Σοφία βρισκόταν λίγες 10άδες μέτρα πιο κάτω στην παραλιακή και προσπαθούσε να περάσει απέναντι. Δεν ήτανε τόσο εύκολο, γιατί το να αφήσει ένας οδηγός να περάσει έναν πεζό τον δρόμο, δεν ήτανε κάτι παραπάνω από μια μπανάλ ευρωπαϊκή συνήθεια. Δίπλα της στεκόταν η κόρη της που προσπαθούσε να πετάξει ένα από τα πόδια της στον δρόμο, μήπως και κατάφερνε να τρομάξει κάποιον οδηγό. Κάποια πράγματα όμως δεν μπορούσαν να τρομάξουν αυτούς τους πραγματικούς μαχητές του δρόμου που είχανε στο DNA τους χρόνια μαχών.

Όταν οι ουρές των αυτοκινήτων έφτασαν τα 2 χιλιόμετρα η Σοφία προσπάθησε να ελιχθεί μέσα από αυτά. Πέρασε ένα αλλά σάστισε στο δεύτερο.

Ήτανε ένα πολυτελές μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο στις πίσω θέσεις του οποίου κάθονταν πολλές χορεύτριες που ήτανε νάνοι. Είχανε ένα παρουσιαστικό μπαλέτου, αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Στην θέση του συνοδηγού καθόταν ένα γουρούνι ανθρωπίνων διαστάσεων, το οποίο φορούσε σακάκι αν και συνήθως παρατηρείται το αντίθετο, παρουσίας ή μη σακακιού. Στην θέση του οδηγού βρισκόταν ένας μαυροντυμένος τύπος δίχως πρόσωπο, ο οποίος κοίταζε μάνα και κόρη πολύ επίμονα. Το ντουέτο δεν μπόρεσε να χορτάσει το εξωτικό θέαμα γιατί το αυτοκίνητο κινήθηκε και η στροφή του κεφαλιού τους διεκόπη απότομα από ένα μακρόσυρτο κορνάρισμα που συνοδεύτηκε από το παρακάτω:

  • Ξεκόλλα μωρή κοιμισμένη!

Μάνα-κόρη πέρασαν απέναντι και άνοιγαν τα στόματα τους δίχως να μπορούν να μιλήσουν.


Σε αντίθεση με αυτές, ο Θόδωρος τα κατάφερνε μια χαρά. Και ήτανε ιδιαίτερα χαρούμενος γιατί είχε μια υπέροχη συντροφιά και φορούσε ένα ολοκαίνουργιο σακάκι. Μια αγορά που είχε γίνει με την πρώην και νυν κολλητή του φίλη. Ήτανε όλος στυλ, και το στυλ σήμαινε πάρα πολλά για αυτόν.

Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του, οδήγησε την συντροφιά του με κλειστά μάτια στο σαλόνι και πατώντας με το πόδι το play από το cd-player άνοιξε τα μάτια της.

Calexico ήχοι και ματιές σε έναν χώρο με πολύχρωμες λάμπες και ιδιοκατασκευές μίνι φωτιστικών έλουζαν τoν χώρο με πάμπολλες αποχρώσεις. Οι φωτογραφίες, οι αφίσες και κάτι σαν πίνακες χρωματίζονταν περίτεχνα. Τα λευκά όλων τον προηγουμένων ήτανε ο στόχος διαφόρων χρωμάτων, που προσπαθούσαν να επικρατήσουν στο παρθένο αυτό έδαφος. Οι σκοτεινοί κέρδιζαν. Καμία παρομοίωση με την πραγματικότητα δεν πρόκειται να γίνει σε αυτό το σημείο.

Η κοπέλα κάθισε στο τραπέζι όπου κηροπήγια και δύο πιάτα κάθονταν ατάραχα.

  • Δεν νιώθεις σαν να είσαι στην Καραϊβική; είπε ο Θόδωρος μην ξέροντας ακριβώς το γιατί.

Άρχισε να κάνει πολύπλοκους μαθηματικούς συνειρμούς και αποφάσισε να τους κόψει λέγοντας:

  • Έρχεται το καλύτερο …

Πήγε στην κουζίνα για να βάλει στην τοστιέρα δύο γιγάντια τοστ στα οποία είχε βάλει το μισό ψυγείο. Για να κλείσει την τοστιέρα σκέφτηκε στην αρχή να την χώσει κάτω από το ψυγείο, μετά να βάλει από πάνω της την τηλεόραση και μετά κατέληξε να δέσει τα χερούλια της με σπάγκο χαρταετού. Ήτανε τυχερός που είχε πετάξει χαρταετό πρόσφατα και είχε πρόχειρο σπάγκο.

Ο χαρταετός φυσικά αποτελούσε πλέον ένα από τα πιο γραφικά φωτιστικά του σαλονιού του.

Φυσικά με ένα τέτοιο γεύμα δεν πίστευε ότι μπορούσε να ενθουσιάσει κανέναν, για αυτό και είχε πεταχτεί στην μάνα του για του φτιάξει ότι καλύτερο ήξερε από σαλάτες. Είχε και 3 βότκες στο ψυγείο. Υπήρχε ελπίδα.

Πήγε στο σαλόνι.

  • Είναι πολύ όμορφη αυτή η κίνηση, του είπε. Μου το έχουνε τάξει πολλοί, λίγοι όμως μπήκαν στον κόπο. Αλλά τέτοια προετοιμασία κανείς. Όσο για τα φαγητά, ήτανε χάλια.
  • Ε καλά πίστεψε με, έχω κάτι πολύ καλό …

Η προαίρεση είναι η μισή δουλειά, δηλαδή με άλλα λόγια, το φαγητό θα ήτανε ψιλομέτριο. Πολύ αισιόδοξη ήτανε αυτή η σκέψη για τον Κώστα αλλά έκανε ότι μπορούσε. Το έκανε για να δείξει ότι νοιαζόταν. Δεν τον ενδιέφερε πολύ ότι ένα γιγάντιο τοστ δεν ήτανε ότι καλύτερο για ένα ρομαντικό δείπνο.


Ο Σεργκέι είχε βαρεθεί να βλέπει ομοιώματα να διαδέχονται το ένα το άλλο και ανέβηκε στην βέσπα του. Πράσινη βέσπα και κόκκινα γυαλιά ηλίου σε χρήση στέκας. Ήτανε δυνατός.

Οδηγούσε περνώντας τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και σε κάποια στιγμή πέρασε δίπλα από μάνα κόρη που περπατούσαν - κατά κάποιον τρόπο - κάπου προς τα πάνω, γενικώς και αορίστως.

Η κόρη πρόσεξε τον άγγελο και όλο το παρουσιαστικό του.

  • Ωραία βέσπα, του φώναξε.

Ο Σεργκέι γύρισε με την σειρά του, οριακά γλιτώνοντας ατύχημα και φώναξε:

  • Ευχαριστώ.

Συνέχισε να περνάει αυτοκίνητα οδηγώντας προς το σπίτι του.


Ο απρόσωπος άντρας ήτανε φανερά εκνευρισμένος. Είναι αυτό που λέμε η γλώσσα του σώματος, γιατί άλλη ελπίδα δεν υπήρχε. Στον εκνευρισμό του πέρασε ένα φανάρι με κόκκινο, πατώντας με λύσσα το γκάζι.

Ο Σεργκέι, είδε το στενό που ήθελε να μπει, μετά είδε την βέσπα του στον αέρα και μετά έβλεπε το στενό από το οποίο μόλις είχε βγει - με τον ουρανό να είναι από κάτω.

Ο απρόσωπος, φρενάρισε λίγο, τον κοίταξε κάπως και έχοντας σιγουρευτεί ότι είναι καλά, ένευσε καταφατικά και πάτησε τέρμα το πεντάλ. Ο κόσμος τον είδε να χώνεται στο στενό με την λιγότερη κίνηση. Κάποιος θα μπορούσε να είχε κρατήσει και πινακίδες αν … δεν ήτανε και αυτές απρόσωπες.

Βεβαιώνοντας τους πάντες ότι είναι καλά και ότι δεν έχει νόημα να καλέσουν την αστυνομία - δεν είχε άδεια και δίπλωμα - ο Σεργκέι σηκώθηκε και πήρε την βέσπα από την μέση του δρόμου. Από το κακόμοιρο όχημα έσταζαν λάδια και βενζίνες.

  • Άγιο είχες, του είπε κάποιος.

  • Περίεργο είπε ο Σεργκέι, μάλλον οι του παραδείσου αποφάσισαν να το τρενάρουν λίγο.

Κανείς δεν έδειξε να καταλαβαίνει. Αν και αυτό εξήγησε κάπως στους πάντες την αιτία της μη κλήσης της αστυνομίας. Είχανε να κάνουνε με κάποιον που δεν ήτανε καλά στα λογικά του και η ενασχόληση με αυτόν έπαψε να έχει ενδιαφέρον. Έτσι μείνανε όλοι ευχαριστημένοι συμπεριλαμβανομένου του Άγγελου, ο οποίος δεν είχε ιδιαίτερο κέφι να ασχολείται με τον κάθε περίεργο.

Ο τελευταίος έβγαλε το κινητό του και πήρε έναν αριθμό.


Ήτανε ήρεμα και καραϊβικά τα πνεύματα στο διαμέρισμα του Κώστα.

  • Σε ένα λεπτάκι είναι έτοιμο το γεύμα, είπε και ξεροκατάπιε. Να δεις τι σε περ…

Χτύπησε το κινητό. Περίεργο. Όσοι έπρεπε, ήξεραν τι είχε κανονίσει και το μέγεθος του πράγματος. Κάποιος άσχετος θα ήτανε. Έβγαλε το κινητό του από το καινούργιο του σακάκι και είδε ότι ήτανε ο Σερκέι.

  • Έλα Σεργκέι. Τι έγινε;

  • … ;

Ο Θόδωρος περίμενε λίγο, κοίταξε την συντροφιά του και, μην ξέροντας ακριβώς το γιατί, είπε:

  • Παραδεισένια μέρα, δε νομίζεις;

  • Πράγματι. Θέλανε απεγνωσμένα να με στείλουν σήμερα κιόλας πάνω.

  • Ε στο έλεγα ότι θα πας ψηλά. Τι έγινε;

  • Παραλίγο να με σκοτώσει ένα καθίκι. Με χτύπησε και έφυγε. Η βέσπα είναι σε αποσύνθεση, χρειάζομαι την βοήθειά σου.

Πολύπλοκοι μαθηματικοί συνειρμοί.

  • Ει … είσαι εκεί; Φέρε και σκοινί. Έχεις;

  • Σπάγκος μας κάνει;

  • Ε πάρε ότι έχεις; ….

  • Εντάξει, θα γίνουμε1, είπε κοιτάζοντας την γλυκιά του φίλη που δεν έδειχνε τόσο γλυκιά εκείνη την στιγμή.

Το πρόσωπό της έδειχνε μια ανησυχία.

  • Όλα καλά; είπε.

  • Πρέπει να πεταχτώ μια στιγμή και έρχομαι. Θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, είπε ο Θόδωρος βάζοντας τα παπούτσια του. Μην ανησυχείς.

  • Είναι η πρώην σου έτσι;

Δεν ήτανε η πρώτη φορά, αλλά πραγματικά έπρεπε να της έχει πει για το σακάκι; Το αγόρασε μόνος του, το αγόρασε με την αδερφή του, το παρήγγειλε από το ίντερνετ. Η ειλικρίνεια ήτανε κάτι.

  • Όχι, δεν είναι. Ξέρω πως δεν θέλεις να με πιστέψεις οπότε μπορείς να πιστέψεις ότι επιθυμείς μέχρι να γυρίσω. Μπορείς να με θεωρήσεις μέχρι και γουρούνι με σακάκι απλά είναι πολύ επείγον αυτό που έγινε. Α, και βγάλε το φαγητό από την τοστιέρα, είπε βγαίνοντας από το σπίτι.

  • Τοστιέρα … ;

  • Ναι, φώναξε κλείνοντας την πόρτα. Έχει ψαλίδι στο πρώτο συρτάρι …


Κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Έβαλε μπρος και πάτησε το γκάζι όπως ακριβώς και ο απρόσωπος.

Περνώντας από το κέντρο είδε την Σοφία και της φώναξε.

  • Σοφία!

  • Θόδωρε! Είδα ένα γουρούνι με σακάκι!

  • Ναι ναι, θα μου πεις άλλη φορά … φώναξε περνώντας.

  • Που; ερώτηση πατ.

  • … , ξαναφώναξε πολύ δυνατά.

Κοίταξε το σακάκι του. Άκου εκεί γουρούνι.

Όταν έφτασε, πάρκαρε πρόχειρα και βγήκε.

Ο Σεργκέι τον κοίταξε.

  • Τι διαολεμένο σακάκι είναι αυτό; Τέτοια φοράνε τα γουρούνια που …

  • Ναι που είναι συνοδηγοί σε απρόσωπους τύπους που πατάνε κόσμο.

  • Πο ρε φίλε. Το νιώθεις; Είναι συμπαντικό αυτό που συμβαίνει.

  • Ναι, όπως το έλεγες, η έλξη της τύχης.

Κοιτάζοντας πάλι το σακάκι του ο Θόδωρος είπε:

  • Χρου-χρου, αλλά βλέπω και ουρανό …
  1. (Σ.τ.Σ) Όλα θα πάνε καλά