Βάρκα
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κορίτσι που έμενε σε μια μεγάλη πόλη.
Ξυπνούσε το πρωί με το θόρυβο των αυτοκινήτων. Έπλενε τα δόντια της με την υπόκρουση των φωνών της λαϊκής αγοράς. Χαιρετούσε το σκυλί των γειτόνων από το ανοιχτό παράθυρο και έβαζε το τζιν της και μια πράσινη μπλούζα. Έβγαινε από το σπίτι κι έπαιρνε το δρόμο για το καθεμέρα καταπίνοντας όλα τα καλημέρα.
Το βράδυ επέστρεφε παίρνοντας τους ίδιους δρόμους, έβγαζε τα κλειδιά της από τη μεγάλη τσάντα και έμπαινε στο δωμάτιο χωρίς να ανάβει τα φώτα.
Έβραζε μια κανάτα νερό, έκοβε μια χούφτα μέντα και την πετούσε μέσα, έριχνε το ζεστό νερό σε ένα φλιτζάνι και το έπινε με μέλι - αφήνοντας το περίσσιο νερό να κρυώνει στην κανάτα.
Έπεφτε ανάσκελα στο κρεβάτι φυλάγοντας όλα τα καληνύχτα.
Ένα πρωί σηκώνεται, βάζει το τζιν και την πράσινη μπλούζα της, παίρνει τη μεγάλη τσάντα, κλειδώνει την πόρτα και δεν ακούει το χλιμίντρισμα των κλειδιών καθώς πέφτουν στον πάτο - χάνοντας την ικανοποίηση της εκτελούμενης αποστολής και την ασφάλεια της κατοχής τους.
Παίρνει δρόμους που δεν έχει ξαναπάει. Κοιτάζει μπαλκόνια χωρίς σκυλιά, αλλά με γλάστρες και με γυμνά κουτσούβελα να κρέμονται από τα κάγκελα. Περνάει διαβάσεις και φούρνους και επιλέγει όλους τους μονόδρομους.
Περπατάει και συναντά κι άλλες λαϊκές αγορές με τον ίδιο ακριβώς ήχο και οσμή, ώσπου χάνεται. Αντανακλαστικά το βήμα της μικραίνει και ο ρυθμός της γοργαίνει τώρα.
Κινείται και η θέα της θάλασσας την βρίσκει απροετοίμαστη. Ο σταθερός ήχος της σκάει στην στακάτη ανάσα δημιουργώντας παφλασμό.
Το βήμα κόβεται, το κορίτσι χαμηλώνει. Κρατά τα γόνατα της σα μια αρμαθιά λεβάντες και η θάλασσα ανταποδίδει την υπόκλιση μ’ έναν ήχο αποδοχής.
Τα χρώματα αλλάζουν. Οι παραπεταμένες ανάσες συντονίζονται. Τα μάτια κλείνουν. Η θάλασσα κοιμάται.
Με την αυγή, ο ήχος της μηχανής την ξυπνά. Ο βαρκάρης την καλημερίζει. Στη θέα των πεθαμένων ψαριών το κορίτσι ακουμπά μια ακόμα καλημέρα στον κουβά με της πεθαμένες καλημέρες.
Να σε πάρω μια τσάρκα; Δεν θα ανοιχτούμε πολύ.
Πάμε.
Έκανε λίγα βήματα και κοντοστάθηκε. Ο βαρκάρης είχε ήδη πλησιάσει στην βάρκα. Συνέχισε με το σταθερό βήμα που είχε και η ανάσα της. Την βοήθησε να ανέβει.
Η άμμος παρόλη την ρευστότητα έδειχνε κάτι το σταθερό. Ήτανε σίγουρη πως ήθελε να την αφήσει αυτήν την σταθερότητα, έστω για λίγο. Το πάτημα όμως στα παλιά στραβά και σάπια ξύλα έδειχνε κάτι εντελώς διαφορετικό. Πήγε στο μπροστινό μέρος την βάρκας και κάθισε πιάνοντας πάλι τα γόνατα της. Κοίταξε μπροστά ένα απέραντο γαλάζιο με μια διαχωριστική γραμμή στην μέση. Κάποια στιγμή σκεφτόταν ότι θα έφτανε μέχρι εκεί.
Ο βαρκάρης έσπρωξε στην αρχή την βάρκα για να εγκαταλείψει την άμμο και μετά ανέβηκε με δεξιοτεχνία πάνω. Άναψε την μηχανή η οποία τραντάχτηκε. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σταθεροποιήθηκε συγχρονίζοντας τους παλμούς από δύο καρδιές.
Το κορίτσι κοίταζε την θάλασσα μέσα στην οποία εισχωρούσε αφήνοντας την στεριά. Άρχισε να νιώθει περίεργα. Ένιωθε σαν να εξέρχεται από την μήτρα της μητέρας της και να εισέρχεται στο αβέβαιο, το οποίο κυμάτιζε αργά και σταθερά. Ήταν μια γέννηση στην οποία είχε πλήρη συνείδηση και κανένας δεν θα μπορούσε να περάσει κάτι τέτοιο με ηρεμία. Η καρδιά της άρχισε να αποσυντονίζεται και οι χτύποι της έμοιαζαν με ένα κρουστό όργανο το οποίο περίτεχνα αλλά χωρίς επιτυχία προσπαθεί να πλαισιώσει μια σταθερή μελωδία. Έψαξε τα κλειδιά του σπιτιού της ψηλαφώντας τις τσέπες της.
Καθώς η βάρκα προχωρούσε, το κορίτσι κοίταζε δεξιά και αριστερά της. Έβλεπε τα ατελείωτα χέρια της θάλασσας να την αγκαλιάζουν όλο και πιο σφιχτά, σαν τα χέρια ενός εραστή. Παράλληλα, η στεριά παραμεριζόταν με ένα απαλό σπρώξιμο από τα χέρια αυτά σιγουρεύοντας στην κατοχή της αυτό που της ανήκει.
Τα μάτια της έκλεισαν σαν σπασμένα στόρια. Δεν άντεχε να κοιτάζει κάτι τόσο αβέβαια απλό.
Χώθηκε στην μπροστινή γωνία της βάρκας σίγουρη ότι μπορούσε να ακούσει την καρδιά της και το αίμα που έτρεχε στις φλέβες της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στον καπετάνιο που την οδηγούσε σε μια καινούργια χώρα που μύριζε μονάχα θάνατο. Το βλέμμα του ήταν σταθερό προς ένα σημείο που δεν είχε τίποτα. Είχε την τρομακτική γοητεία που κυριεύει οποιονδήποτε ταλαιπωρημένο άνθρωπο. Στα μάτια του διαγραφόταν η Ατλαντίδα. Τα μαλλιά του ήταν πιο ξερά από το γένι του και το δέρμα του έμοιαζε με την επιφάνεια ενός δέντρου. Ήταν όλα υπό την κηδεμονία του δυνατού αλατισμένου αέρα. Δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται ότι υπήρχε κάποιος ακόμα μέσα στην βάρκα. Φαινόταν να έχει την μοναξιά ενός άντρα που είναι παντοτινά αφοσιωμένος σε μια γυναίκα που δεν θα κατακτήσει ποτέ.
Αφήνοντας την περισυλλογή του κοίταξε το κορίτσι που ήταν σαν ένα αβοήθητο κουτάβι μέσα στο κρύο.
- Φοβάσαι;
Το κορίτσι έγνεψε καταφατικά με νευρικότητα.
Η βάρκα έκανε περιστροφή αφήνοντας τον αέναο προορισμό της γραμμής ανάμεσα στο απέραντο γαλάζιο. Καθώς η στεριά πλησίαζε, η θάλασσα μελαγχολικά άρχισε να τραβά πίσω τα χέρια της. Όταν η βάρκα βρήκε την στεριά και χώθηκε μέσα της, το σταθερό της σύρσιμο ήτανε σαν ένα μαχαίρι που προσπαθεί να κόψει ένα γυαλί στα δύο. Η μηχανή έσβησε.
Το κορίτσι πήδηξε από την βάρκα και έτρεξε προς την ξαπλώστρα της. Χώθηκε κάτω από την πετσέτα της τρέμοντας από ένα απρόσμενο πολικό ψύχος.