Η ευγενική σερβιτόρα

Είχαμε συμφωνήσει με την Λένα να πάμε σε αυτό το εστιατόριο που είχαμε δει στην τελευταία μας βόλτα. Τριγυρνούσαμε ατελείωτες ώρες τους δρόμους και όποτε βλέπαμε κάποιο καφέ, μπαρ ή εστιατόριο που μας φαινότανε ωραίο, μπαίναμε. Εκτός από κάποιες φορές που το αναβάλαμε για κάποια άλλη στιγμή, επειδή δεν μας έφτανε ο χρόνος ή κυρίως τα λεφτά και αυτό το εστιατόριο φαινόταν ιδιαίτερα απαιτητικό σε αυτόν τον 2ο παράγοντα.

Δεν μας ενδιέφερε όμως, κάποια στιγμή ερχόταν η μέρα και εμείς αποφασίζαμε να χαλάσουμε μονομιάς ότι είχαμε αποταμιεύσει. Ήταν μια κοινή πορεία στην διασκέδαση και η συμφωνία μας αυτή είχε σπάνια άσχημη κατάληξη. Η επιλεκτικότητα μας αντάμειβε με το παραπάνω και ήμουν σίγουρος πως το αξίζαμε.

Έτσι, είχε έρθει αυτή η μέρα που μπορεί οι τσέπες μας να μην ήταν ανάγλυφες από ένα μάτσο χαρτονομίσματα αλλά σίγουρα θα μπορούσαμε να πάρουμε κάτι να φάμε και να πιούμε ένα καλό κρασί. Το μέρος φαινόταν να έχει κάποια απαίτηση όσον αφορά την εμφάνιση αναγκάζοντας μας να φορέσουμε ότι καλύτερο είχαμε από ρούχα, πράγμα που δεν το συνηθίζαμε. Δεν ήταν ότι φοβόμασταν ότι θα φάμε πόρτα, αλλά μάλλον ένα είδος τακτ που τις περισσότερες φορές απουσίαζε από τις ζωές μας και μας έφερνε σε περίεργες θέσεις.

Η Λένα μου άρεζε. Δεν ξέρω από πότε, αλλά μια μέρα το συνειδητοποίησα από τον ενθουσιασμό που είχα ότι θα έβγαινα μαζί της. Ήταν σαν να ήταν το ποθητό πρώτο ραντεβού ενώ την ήξερα πολλά χρόνια. Μάλλον ήταν ένα από αυτά τα άτσαλα παιχνίδια της μοίρας ή αυτή η κακιά συνήθεια των γυναικών να ομορφαίνουν συνέχεια. Εκείνη την μέρα φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα και η αντίθεση με τα μακριά μαύρα της μαλλιά με πάγωσε στην αρχή αλλά συνήλθα σχετικά γρήγορα. Το είχε παρατηρήσει και είχε χαμογελάσει. Ποιος ξέρει; Μπορεί να έφταιγε το πουκάμισο που φορούσα.

Μπήκαμε μέσα στο εστιατόριο και μας πλησίασε μια σερβιτόρα. Μας είπε ότι φαινόταν πως δεν περιμένουμε άλλους και μας πήγε σε ένα τραπέζι για δύο άτομα που βρισκόταν δίπλα σε ένα από τα παράθυρα που έβλεπαν στον δρόμο. Αμέσως ήρθε κάποιος άλλος σερβιτόρος και γέμισε τα ποτήρια μας με νερό. Η Λένα δήλωσε ιδιαίτερα χαρούμενη που θα μπορούσαμε να παρατηρούμε τους περαστικούς και εγώ χαμογέλασα ως απάντηση ξέροντας πως η εμφάνιση της δεν μου άφηνε και πολλά περιθώρια να χαζεύω αλλού.

Το μαγαζί είχε διακριτικά φωτιστικά και περιποιημένες κορνίζες στους τοίχους από διάφορους κλασσικούς πίνακες. Στο βάθος, χωρίς να είναι ιδιαίτερα μακριά καθώς το μέρος ήταν σχετικά μικρό, βρισκόταν ένα πιάνο με ουρά στην οποία καθόταν ένας τύπος. Ήταν ένας ιδιαίτερος σολίστας που είχε μια παράξενη εμφάνιση. Φαινόταν πως τα λογικά του είχαν πειραχτεί κάποια στιγμή καθώς γυρνούσε η ταινία της ζωής του. Έπαιζε κλασσικά κομμάτια όπως άρμοζε στον χώρο. Ελάχιστα από αυτά ήταν γνωστά.

Με μια σχετική νευρικότητα η Λένα άνοιξε τον κατάλογο και άρχισε να μου διαβάζει τα πιο περίεργα πιάτα που είχε. Ακολούθησα την κίνηση της, αφήνοντας τα μάτια μου καρφωμένα πάνω της. Ήταν ένα ειδυλλιακό μέρος. Ένα μέρος σαν αυτά που αν επιθυμείς κάποιον, εκεί των ερωτεύεσαι με την ευκολία των πρωταγωνιστών στις ταινίες. Έβγαλα ένα φύσημα αναστεναγμού πάνω στον κατάλογο που βρισκόταν στα χέρια μου. Τον άφησα και άναψα ένα τσιγάρο. Η Λένα κάπνιζε ήδη.

Δεν άργησε να έρθει η σερβιτόρα και μας ρώτησε αν είχαμε αποφασίσει. Είχαμε. Πήραμε ένα από τα καλύτερα κρασιά που ήταν στις οικονομικές μας δυνατότητες. Η Λένα πήρε δύο περίεργα πιάτα. Εγώ πήρα μια σαλάτα και μια μπριζόλα.

  • Αμάν με το κρέας, είπε.

  • Δεν ήξερα ότι έγινες χορτοφάγος, απάντησα.

Μας ξαναπλησίασε ο τύπος με το νερό και γέμισε τα ποτήρια μας. Πριν απομακρυνθεί είχε ήδη έρθει η σερβιτόρα με τα πιάτα μας. Μας σέρβιρε με λεπτές κινήσεις και πήγε να φύγει.

  • Απίστευτα γρήγορη εξυπηρέτηση. Θα πρέπει να ψήνετε την μπριζόλα στους 500 βαθμούς … είπα χαμογελώντας.

Κάτω από το τραπέζι ένα πόδι κλότσησε το δικό μου. Η σερβιτόρα απλά απομακρύνθηκε χαμογελώντας.

  • Είπαμε να μην έχουμε τακτ αλλά το παρακάνεις, είπε συνοφρυωμένη.

  • Ναι δεν λέω, αλλά δεν είναι λίγο παράξενο που ετοιμάστηκαν τόσο γρήγορα.

  • Όλα μας ενοχλούν. Και αυτή η σερβιτόρα είναι τόσο ευγενική και σου χαμογελάει σαν να σε ξέρει.

Την κοίταξα απορημένος. Έκανα μια γκριμάτσα.

  • Δεν με ξέρει.

Καθώς τρώγαμε κοίταξα γύρω μου. Κυρίως ζευγάρια και μια παρέα από ανθρώπους μιας σχετικά μεγάλης ηλικίας και μιας σχετικά μεγάλης οικονομικής κατάστασης. Κάποιοι από αυτούς κάπνιζαν πούρα.

  • Τώρα που βλέπω τα πούρα, είπα, σου είχα πει τι είχα πάθει την πρώτη φορά που κάπνισα ένα; Είχα γυρίσει από ένα ταξίδι και πήρα μερικά σουβενίρ. Κάπνισα τα τρία με τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυα και έλεγα ότι τα πούρα είναι πραγματικά “για άντρες”.

Τόνισα τις τελευταίες δύο λέξεις με βαριά ταλαιπωρημένη προφορά.

  • Τελικά σταμάτησα να καπνίζω αυτές τις βλακείες γιατί έφτυνα αίμα. Με ένα μικρό γκάλοπ διαπίστωσα ότι τον καπνό από τα πούρα δεν τον κατεβάζουν και αυτό το ξέρουν όλοι. Εσύ το ήξερες;

Τρώγοντας η Λένα έβγαλε ένα ήχο κατάφασης.

  • Από που;

  • Δεν θυμάμαι, κάποιος πρέπει να το είχε πει και το είχα ακούσει.

Αυτό ήταν το παράξενο της υπόθεσης. Όλοι το είχανε ακούσει από κάπου, όλοι το γνώριζαν. Μάλλον την στιγμή που το έλεγε κάποιος σε μένα ήμουν απών. Εξήγησα στην Λένα ότι είχα κάνει ζημιά στο κροσσωτό επιθήλιο μου και μου το είχε πει μια φίλη κτηνίατρος.

  • Αυτό το τελευταίο δεν ήταν τυχαίο … είπε, ανάβοντας ένα τσιγάρο ακόμα.

Φύσηξα τον καπνό μου στο πρόσωπο της σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το κακό χιούμορ.

Πριν τα τσιγάρα μας σβήσουν, ξανακοίταξα την Λένα και αποφάσισα πως θα την φιλούσα στα επόμενα δύο λεπτά. Δεν ήξερα ακριβώς το γιατί. Περισσότερο αναρωτιόμουν τι θα γινόταν. Αλλά πριν αυτός ο χρόνος περάσει μας πλησίασε η σερβιτόρα και μας ρώτησε αν θέλαμε κάτι ακόμα. Της είπαμε πως είχαμε χορτάσει. Με κοίταξε με ένα σκληρό χαμόγελο και είπε:

  • Μα ελάτε κύριε Πέτρο, έχει λίγο ακόμη για σας. Κερνάει το μαγαζί.

  • Όχι είμαι εντάξει, ευχαριστώ.

  • Δεν νομίζω …. είπε φεύγοντας.

Τότε τα πράγματα άρχισαν να παραμορφώνονται. Τα χρώματα του μαγαζιού άρχισαν να γίνονται έντονα και ψεύτικα. Οι βολεμένοι τύποι γύρω μας μεταμορφώνονταν σε μυθικά τέρατα που έβγαζαν άναρθρες κραυγές. Ο ιδιαίτερος πιανίστας άρχισε να γίνεται πραγματικά παράξενος καθώς όλα τα τμήματα του σώματός του άρχισαν να επιμηκύνονται. Τα δάχτυλα του μάκρυναν τόσο που σίγουρα θα μπορούσε να πιάσει τρεις οκτάβες με το ένα χέρι. Το έκανε και με το άλλο έπαιζε ασυνήθιστες και παράφωνες συγχορδίες.

Η σερβιτόρα, η Λένα και ενδεχομένως εγώ παραμέναμε ως είχαμε, σε ένα μέρος πλέον παράξενο και ξένο.

Κοίταξα το πιάτο μου και είχε μια καινούργια φρεσκοψημένη μπριζόλα. Κοίταξα την Λένα η οποία φαινόταν ήρεμη σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

  • Δεν την γνωρίζετε λοιπόν την σερβιτόρα κύριε Πέτρο; είπε πειρακτικά. Μάλλον αξιοπερίεργο που σας γνωρίζει αυτή.

Από πέρα είδα την σερβιτόρα να έρχεται φορώντας το ίδιο χαμόγελο. Ο βηματισμός της ήτανε αυστηρός και τα χέρια πιασμένα στην μέση. Κάτι μεταξύ θηλυκότητας και βίας.

  • Θα θέλατε κάτι άλλο κύριε Πέτρο;
  • Θα ήθελα να πληρώσω και να φύγουμε.
  • Πέτρο τι σου συμβαίνει! φώναξε η Λένα πιάνοντας το στόμα της κοιτώντας αν είχε ενοχλήσει κάποιον.

Ντυμένη με σαρκασμό και λαγνεία βγήκε μια νέα πρόταση στα διαθλασμένα φώτα.

  • Ο κύριος Πέτρος, θα μείνει εδώ … για πάντα.

Ήταν η πρώτη στιγμή που η Λένα αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Κοίταζε την σερβιτόρα με απορία.

  • Τι ακριβώς εννοείτε; της είπε.

Η σερβιτόρα έκανε ένα σήμα στον πιανίστα ο οποίος πάτησε μια μπάσα συγχορδία, αφήνοντας τις παραφωνίες. Με κοίταξε και τραγούδησε τον πρώτο στίχο :

“Θα ’μαι πάντα εγώ μέσα στο όπλο σου σφαίρα …”

Τα όρια μου σκίστηκαν. Κάτω από το πουκάμισο, στην ζώνη μου ήταν το δικό μου όπλο. Έβαλα το χέρι και το πήρα. Με μια απότομη κίνηση έβγαλα το όπλο κάτω από το τραπέζι και την σημάδεψα.

“να σκοτώνεις αυτούς, που σκοτώνουν τη μέρα”

Είχε δίκιο, οι μέρες μου σκοτώθηκαν. Πάτησα την σκανδάλη και η Λένα με κοίταζε με ανοικτό το στόμα.

“με τα μαύρα γυαλιά, και το άσπρο φουστάνι”

Πάτησα την σκανδάλη δέκα φορές και ήξερα ότι ο γεμιστήρας μου είναι γεμάτος. Τον έβγαλα και τον άνοιξα. Από μέσα πήδηξε μια μικρογραφία της σερβιτόρας.

  • Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, φώναξε.

Την έπιασα και την έχωσα από κει που βγήκε. Το μικροσκοπικό ουρλιαχτό της μινιατούρας σταμάτησε όταν ξαναόπλισα.

  • Μπορώ, είπα.

Πυροβόλησα την καρδιά μου και τότε κάποιος άρχισε να χαμηλώνει τα φώτα.


Άνοιξα τα μάτια μου σε έναν άσπρο χώρο που δεν μπορεί να ήταν άλλος από αυτόν του νοσοκομείου. Η μυρωδιά το επιβεβαίωσε.

  • Πως νιώθεις; άκουσα την φωνή της Λένας.

  • Ζωντάνος, είπα αν και ένιωθα ανακούφιση.

  • Δεν θα ’πρεπε;

Γύρισα και την κοίταξα.

  • Δεν ξέρω. Τι έγινε στο εστιατόριο;

  • Δεν θυμάσαι;

  • Αν θυμάμαι σωστά τα πράγματα, τώρα δεν θα έπρεπε να έχω ανοίξει τα μάτια μου. Οπότε καλύτερα να μου πεις εσύ.

  • Τι θυμάσαι τελευταίο;

Τα θυμόμουν όλα αλλά της είπα ότι θυμόμουν λίγα. Άλλωστε, αν της έλεγα μπορεί να μην έβγαινα ποτέ από το νοσοκομείο. Της είπα πως το κεφάλι μου ήταν χάλια παρόλο που ένιωθα μια χαρά.

Μου τα είπε όλα με την σειρά. Πως πήγαμε στο εστιατόριο. Τι ωραίο που ήταν το μέρος. Πόσο καλό το φαγητό και πόσο ιδιαίτερη η σερβιτόρα. Μετά άρχισε να μου λέει πράγματα από τα οποία δεν θυμόμουν τίποτα. Από την στιγμή δηλαδή που εγώ κοιτούσα την δεύτερη μου μπριζόλα και όλα άρχισαν να παραμορφώνονται. Η οποία δεύτερη μπριζόλα φυσικά δεν υπήρξε ποτέ.

Είχε μπει μέσα στο μαγαζί ένας παρανοϊκός τύπος και επειδή εγώ καθόμουν πλησιέστερα στην πόρτα με άρπαξε και μου έβαλε ένα πιστόλι στο κεφάλι. Όπως με τράβηξε απότομα, το πιστόλι έφυγε από την ζώνη μου και έπεσε στα πόδια της σερβιτόρας που στεκόταν δίπλα μας εκείνη την στιγμή. Ο παρανοϊκός με τράβηξε στην άκρη του μαγαζιού φωνάζοντας ασυνάρτητα πράγματα και είχε εμένα για ασπίδα.

Με μεγάλη χάρη όμως η σερβιτόρα σήκωσε το πιστόλι και τον πυροβόλησε ακριβώς στο πρόσωπο. Τότε είχα λιποθυμήσει σύμφωνα με τα λεγόμενα της Λένας.

Είπε ότι ευχαρίστησε την σερβιτόρα αλλά εκείνη αντέδρασε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Της είπε ότι ήθελε να την ευχαριστήσουμε κάπως αλλά και πάλι είπε πως δεν ήταν ανάγκη.

  • Την ρώτησα όμως, πώς δεν φοβήθηκε μήπως πετύχει εμένα και μου είπε πως ήσουν εσύ στο όπλο της σφαίρα και δεν μπορούσε να σε πετύχει ακόμα και αν το ήθελε. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά … από πότε έχεις εσύ όπλο;

  • Δεν έχω …

  • Όταν γυρίσεις σπίτι, άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου σου και πέστο μου μετά αυτό το “δεν έχω”.

  • Τι έγινε με την σερβιτόρα τελικά;

  • Δεν ξέρω. Εξαφανίστηκε. Πέρασα την επόμενη μέρα αλλά μου είπαν από το μαγαζί πως είχε φύγει και πως κανένας δεν ήξερε που είναι. Είναι τόσο περίεργο όλο αυτό. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν να ήταν ψέμα.


Το ίδιο απόγευμα γύρισα σπίτι. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και προσπάθησα να την θυμηθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Θυμήθηκα το όπλο όμως και άνοιξα το συρτάρι του κομοδίνου. Ήταν μέσα. Το πήρα στα χέρια μου και έκλεισα το συρτάρι. Έβγαλα το γεμιστήρα. Μέσα υπήρχε ένα χαρτάκι τυλιγμένο σαν να ήταν σφαίρα. Το άνοιξα. Έγραφε: “Είμαι ακόμα στο όπλο σου σφαίρα”. Το ξανάβαλα μέσα και όπλισα. Σημάδεψα το απέναντι ράφι.

Εκεί βρίσκονταν διάφορα αναμνηστικά από ανθρώπους που ήταν στην ζωή μου και από αυτούς που οι δρόμοι μας χώρισαν. Ακόμα και από αυτούς που με είχαν πληγώσει και δεν ήθελα ουσιαστικά να τους θυμάμαι άφηνα κάτι. Κάποια στιγμή όλα χάνονταν στον χρόνο και ακόμα και αυτούς άξιζε να τους αφιερώσεις μια σκέψη πότε-πότε. Ανάμεσα σε αυτά βρισκόταν ένα μικρό σφαιρικό μπουκαλάκι που είχε μέσα πορτοκαλί λικέρ. Μου το είχε χαρίσει αυτή όταν είχαμε γνωριστεί.

Το σημάδεψα. “Σφαίρα”, σκέφτηκα. Πάτησα την σκανδάλη. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και κομφετί πετάχτηκαν σε όλο το δωμάτιο. Τότε είδα το μπουκαλάκι να σπάει και το λικέρ να τρέχει στο πάτωμα. Τα κομφετί εξαφανίστηκαν όπως και το όπλο. Σηκώθηκα και πήγα προς τα εκεί. Δεν υπήρχε σημάδι στον τοίχο. Αφού δεν υπήρχε σφαίρα και δεν υπήρχε όπλο πως θα μπορούσε; Η σφαίρα με το λικέρ όμως έσπασε.

Χτύπησε η πόρτα. “Ωραία”, είπα από μέσα μου, “οι γείτονες σίγουρα θα θέλουν να ρωτήσουν ποιον σκοτώνω το απόγευμα”. Ανοίγοντας την πόρτα όμως είδα την Λένα.

Δεν ανέφερε τίποτα για τον πυροβολισμό. Πήγε αμέσως προς το κομοδίνο και άνοιξε το συρτάρι.

  • Που είναι;

Σήκωσα του ώμους μου. Με πλησίασε. Κοίταξε την σπασμένη σφαίρα και το λικέρ στο πάτωμα.

  • Αυτή δεν σου την χάρισε εκείνη η πολύ ιδιαίτερη κοπέλα;

  • Μμμ, είπα.

  • Δεν μου έχεις πει τίποτα για αυτήν. Είναι η μόνη για την οποία δεν ξέρω τίποτα.

Κάθισε στο κρεβάτι και με κοίταξε όλο απορία.

  • Πες μου τώρα.

Έβγαλα έναν αναστεναγμό.

  • Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι. Καμιά φορά προσπαθώ να ξεκλειδώσω κάτι από την μνήμη μου αλλά δεν τα καταφέρνω. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν να ήταν ψέμα.