Εσωτερικός χώρος
Μπαίνω μέσα και ανεβαίνω τις σκάλες. Ξαπλώνω στον πάγκο και ανεβοκατεβάζω τα κιλά.
Γδύνομαι, ξαπλώνω, κοιμάμαι, ξυπνάω, ντύνομαι, κατεβαίνω τις σκάλες.
Η ταχύτητα πέφτει. Παίρνω βαθιές ανάσες. Οι μυς μου είναι πιασμένοι, τα πνευμόνια μου βρωμάνε τσιγάρο και η διάθεση μου είναι αδιάθετη.
Ο σφυγμός μου ανεβαίνει πάλι. Μπαίνω στην τουαλέτα, πατάω τα βρεγμένα νερά, κατουράω, βγαίνω, βρέχω τα χέρια μου, τα στεγνώνω στο αερόθερμο. Το πηνίο του πρέπει να έχει καεί. Προβληματίζομαι αλλά δεν μπορώ να διατηρήσω τη συγκέντρωσή μου καθώς ο χρόνος ξεκουρδίζεται με ταχύτητα.
Ανεβαίνω τις σκάλες, βγάζω τις μπότες. Μπαίνω στην αποθήκη, παίρνω την θήκη, βγάζω την κιθάρα, κουρδίζω σε ανοιχτό κούρδισμα και χτυπάω δύο συγχορδίες.
Η ψυχική μορφίνη με ηρεμεί πάλι. Ο χρόνος ζυγοσταθμίζεται. Τα νύχια μου σπάνε. Με φωνάζουν.
Κατεβαίνω, παίρνω το πιάτο, ανοίγω το σκεύος, πετάω ένα κοτόπουλο στο πιάτο, το τρώω, πετάω τα υπολείμματα στις κότες, πλένω το πιάτο. Ανάβω τσιγάρο. Θέλω μια μπύρα.
Μπαίνω στο εργαστήριο και μηχανογραφώ εγγραφές, κοιτάζω το ρολόι, κοιτάζω τις φάτσες, κοιτάζω τα ρούχα, χρειάζομαι ρούχα, χρειάζονται φάτσες, χρειάζομαι χρόνο και δεν χρειάζονται τίποτα.
Ανεβαίνω τις σκάλες και ανοίγω το φορητό υπολογιστή μου. Δέχομαι πληροφορία και ηρεμώ για ώρες, μέχρι που … κατεβαίνω τις σκάλες.