Εξαργυρώνοντας το δίκιο

Έχεις δίκιο, είπε.

Μπορεί και να είχα. Πρέπει να είχα. Για την ακρίβεια, ήμουν σίγουρος ότι είχα όλο το δίκιο με το μέρος μου. Ήταν πολύ. Ήταν αβάσταχτα πολύ και αποφάσισα να το ξεφορτωθώ.


Είχα και άλλες φορές. Θα παραήταν αλαζονικό και κουτό συνάμα να πιστεύω ότι είχα πάντα δίκιο.

Αλλά ήτανε αυτές οι φορές που το έχεις και δεν ξέρεις τι να το κάνεις. Τα γεγονότα της πραγματικότητας σε πνίγουν με σένα να κρατάς το δίκιο στο χέρι και να κοιτάζεις με ένα συνοφρυωμένο ύφος τις επόμενες μέρες που θα έρθουν.

Έρχονται, και είναι τόσο αναμενόμενες όσο και ο ερχομός του θανάτου μια μέρα.


Είμαι μόνος και κρατάω το δίκιο στο χέρι μου όπως κάποιος που κρατάει το εισιτήριο του λεωφορείου σε ένα μέρος που θα ήθελε να είναι στάση. Δεν είναι όμως. Είναι μια πόλη ή μια έρημος, που στην προκειμένη είναι ακριβώς το ίδιο, είναι ένα μέρος που δεν υπάρχουν λεωφορεία.


Είμαι αγχωμένος. Τρέχω, ψάχνω κάπου, κάτι, που να μπορεί να χτυπήσει το εισιτήριο μου και να το εξαργυρώσει. Μπαίνω σε διάφορα μαγαζιά και ρωτάω τους υπαλλήλους που μπορώ να βρω κάτι που να το χτυπήσει και να το ακυρώσει.

Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Όσοι λένε ότι ξέρουν είναι τόσο προφανές ότι δεν έχουν ιδέα που με παίρνουν τα γέλια. Με περνάνε για τρελό. Αυτοί οι τρελοί έχουν το το ανήμερο θάρρος να πιστεύουν κάτι τέτοιο.


Στύβω το μυαλό μου αλλά τίποτα. Τίποτα. Το απόλυτο κενό περιλουσμένο με μπόλικο δίκιο.


Ένας άσχετος με σταματάει και μου λέει, μην νιώθεις έτσι φίλε μου, έχεις δίκιο, αρκέσου σε αυτό.

  • Είσαι τρελός, του λέω, είσαι θεότρελος. Το δίκιο μου με τρελαίνει και δεν μπορώ να το αντέξω άλλο.

  • Κάνε υπομονή, με τον καιρό θα σε ωριμάσει.


Τον σπρώχνω και τρέχω να φύγω, τρέχω και σκοντάφτω. Πέφτω κάτω και ματώνω αλλά δεν με νοιάζει. Έχω δίκιο. Έχω όλο το δίκιο του κόσμου να κάνω και να πιστεύω ότι θέλω. Στην οποία περίπτωση έχω και την πολυτέλεια να το κάνω όπως θέλω.

Εξαντλούμαι.

Σκοντάφτω και πέφτω ξανά και είμαι φαρδύς πλατύς στο έδαφος. Σηκώνω το κεφάλι μου με κόπο και βλέπω ένα χασάπικο.

Ένα χαμόγελο βρίσκεται ξανά στο πρόσωπό μου μετά από ένα διάστημα που θυμίζει αιώνες.


Μπαίνω μέσα με το εισιτήριο να είναι ένα με το χέρι μου. Πλησιάζω τον χασάπη και του λέω:

  • Κόψ’το.

Του δείχνω το εισιτήριο και βάζω το χέρι μου στον πάγκο. Ο άνθρωπος βλέπει την υστερία στα μάτια μου και ταράζεται.

  • Θα σου το έκοβα αλλά θα σου πάρω τα δάχτυλα και δεν νομίζω ότι το θέλεις.

  • Κόψ’το, το θέλω.

Ο άνθρωπος χαμογέλασε με ένα χαμόγελο από άλλη διάσταση.

-Δεν έχεις δίκιο φίλε μου, δεν νομίζω να θέλεις να …

-Έχω όλο το δίκιο του κόσμου, απλά κόψ’το.

-Δεν φταίω εγώ σε κάτι, αν σου κάνω κακό εμένα θα τρέχουνε.

Σκέφτηκα για λίγο, είχε δίκιο.

  • Έχεις δίκιο, του είπα.

Λέγοντας το, του άρπαξα το μαχαίρι και έκοψε το χέρι μου από τον καρπό. Το αίμα πετάχτηκε βροχή και λέρωσε τον χασάπη που είχε φρικάρει.


Είχα χάσει επιτέλους το δίκιο μου και όσο χαρούμενος και αν ήμουν για αυτό ο πόνος και το αίμα του χεριού μου δεν έλεγε να σταματήσει.

  • Μπορείς να το κάνεις να σταματήσει; τον ρώτησα.